- φήμη η
- φήμη, η1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές.2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος.3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον, το όνομα, η υπόληψη, η εκτίμηση: Έχει κακή φήμη στην κοινωνία.4. η καλή γνώμη για κάποιον, το καλό όνομα, η δόξα, η αίγλη: Ο Αϊνστάιν είχε μεγάλη φήμη.5. (εκκλησ.), ευχή για μακροημέρευση αρχιερέα που ιερουργεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.